ζευγάρισμα

ζευγάρισμα
το, -ατος
το όργωμα με αλέτρι που σέρνουν δύο ζώα, το αλέτρισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζευγάρισμα — ο [ζευγαρίζω] η αροτρίωση με ζευγάρι βοδιών …   Dictionary of Greek

  • άροση — η όργωμα, ζευγάρισμα, καλλιέργεια: Καλή άροση είναι η βαθιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”